ρόκος

ρόκος
ο, Ν. (βιοχ.) καροτενοειδής χρωστική, διαλυτή στα αλκαλικά διαλύματα και στα έλαια, η οποία εκχυλίζεται από την κόκκινη κηρώδη ουσία τού γνωστού με τη λόγια ονομασία βίξα η ορελλάνειος φυτού.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • Cadastre de Grèce — Le Cadastre de Grèce (registre foncier) est un dossier complet, unifié, systématique et actualisé en permanence de la propriété hypothécaire. Il comprend la description géométrique et la propriété de chaque parcelle. En Grèce, le cadastre… …   Wikipédia en Français

  • Φλοριτζέριο, Σεβαστιανός — (Florigèrio, Κονελιάνο 1500 – 1543). Ιταλός ζωγράφος. Ήταν μαθητής του Πελεγκρίνο ντα Σαν Ντανιέλε, από τον οποίο έμαθε την τέχνη της μνημειακής και πολύχρωμης ζωγραφικής με στιλ δυναμικό και πλούσιο σε χρώματα και με εφευρετικές μορφές. Τα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”